σιδερόσταρο

σιδερόσταρο
και σιδεροσίταρο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία είδους τού γένους φυτών αιγίλωψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- (βλ. σιδηρο-) + σιτάρι / στάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”